- φανταστικούς
- φανταστικόςone who makes a parademasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
προσωποποιία — η, ΝΜΑ [προσωποποιός] η προσωποποίηση αρχ. 1. το να βάζει κανείς φανταστικούς λόγους στο δικό του στόμα ή στο στόμα κάποιου άλλου 2. η μεταβολή τού γραμματικού προσώπου … Dictionary of Greek
φαντασιώ — όω, Α [φαντασία] 1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιώσεις 2. μέσ. φαντασιοῡμαι, όομαι πλάθω με τη φαντασία μου, μεταφέρομαι νοερά σε φανταστικούς κόσμους 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεφαντασιωμένος·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
ονειροπολώ — ησα 1. με τη φαντασία μου πραγματοποιώ τους πόθους μου, αλλ. φαντασιοκοπώ. 2. πλανιέμαι με το νου σε κόσμους φανταστικούς, ρεμβάζω: Καθισμένη στο βράχο ονειροπολούσε. 3. ποθώ κάτι πάρα πολύ: Ονειροπολώ κάθε τόσο την πατρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονειροπόλος — α, ο αυτός που κάνει όνειρα, που πλανιέται σε κόσμους φανταστικούς, αλλ. φαντασιόπληχτος, φαντασιοκόπος: Οι νέοι είναι ονειροπόλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)